Πολλά άτομα, ήδη από την παιδική ηλικία, δεν αισθάνονται όμορφα λόγω του μεγέθους ή του σχήματος των αυτιών τους ή επειδή αυτά προεξέχουν πολύ από το πρόσωπο. Κάθε ατέλεια του σχήματος και κάθε ανομοιομορφία του μεγέθους τους σε σχέση με το υπόλοιπο πρόσωπο, γίνεται αμέσως αντιληπτή και χαλάει την αρμονία της συνολικής εικόνας.
Η συνηθέστερη περίπτωση είναι εκείνη των πεταχτών αυτιών (αφεστώτα ώτα), που είναι κληρονομικής αιτιολογίας. Η ωτοπλαστική εφαρμόζεται με σκοπό να αποκαταστήσει την ανατομία του πτερυγίου του αυτιού, να δώσει φυσιολογικό σχήμα και σωστή θέση, που θα ταιριάζει με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Εάν το πρόβλημα εμφανίζεται σε ένα παιδί και οι γονείς εντοπίσουν ότι έχει αρνητική επίδραση στην ομαλή ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξή του, καλό είναι να διορθωθεί εγκαίρως, ακόμη και από την ηλικία των 5 ετών (προτού πάει σχολείο). Διαφορετικά, η επέμβαση μπορεί να γίνει με την ολοκλήρωση της ανάπτυξης των αυτιών, γύρω στην ηλικία των 8 ετών.
Στα μικρά παιδιά η επέμβαση γίνεται με γενική αναισθησία, ενώ μετά την ηλικία των 12 ετών μπορεί να γίνει με συνδυασμό νευροληπτο-αναλγησίας και τοπικής αναισθησίας (μέθη).
Η τομή γίνεται στο δέρμα πίσω από το αυτί, ώστε να μην είναι ορατή. Στη συνέχεια απελευθερώνεται ο πτερυγιαίος χόνδρος και χαράζεται από την μπροστινή επιφάνεια με ειδική τεχνική, ώστε να πάει στη σωστή θέση με φυσικό τρόπο, χωρίς την ανάγκη ραμμάτων.
Υπάρχουν, βέβαια, διάφορες χειρουργικές τεχνικές οι οποίες εφαρμόζονται, ανάλογα με το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
α) “lop ear”: όταν μόνο ο άνω πόλος του αυτιού διπλώνει και έρχεται προς τα εμπρός.
β) “cupped ear”: όταν έχουμε ένα πολύ μικρό αυτί.
γ) “shell ear”: όταν λείπουν τα περισσότερα από τα ανατομικά στοιχεία του αυτιού (έλικας, ανθέλικας, κόγχη).
δ) για τη διόρθωση προβλημάτων των λοβών και αποκατάσταση συγγενών ελλειμμάτων ή μετά από ατύχημα.